Περιγραφή
Εκδόσεις Άγρα - Χωρίς επαύριον - Denon Vivant
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
"Αγαπούσα παράφορα την Κόμισσα ντε... Ήμουν είκοσι χρόνων, ήμουν άπειρος, με απατούσε, θύμωσα, με εγκατέλειψε... Ήμουν άπειρος, την επιθύμησα πάλι, ήμουν είκοσι χρόνων, με συγχώρησε. Είκοσι χρόνων, άπειρος, με απατούσε διαρκώς και δεν με εγκατέλειπε πια. Πίστευα ότι ήμουν ο εραστής των εραστών, ο πληρέστερος των ανδρών."
Ο Μίλαν Κούντερα, στο έργο του "Η τέχνη του μυθιστορήματος", θεωρεί ότι το μυθιστόρημα του Βιβάν Ντενόν "ξεκινάει με την ωραιότερη παράγραφο της γαλλικής μυθιστορίας".
Η αρχή του "Χωρίς επαύριον" επιβάλλεται ως αριστούργημα ύφους και ειρωνείας. Οι προτάσεις είναι σύντομες και περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Καμία συνδετική λέξη δεν επιβαρύνει το κείμενο. Οι λιμπερτίνοι φαίνεται πως ξέρουν να προσπερνούν τους διακοσμητικούς συνδέσμους, όπως ακριβώς και τα συναισθήματα. Ο έρωτας περιορίζεται σε επιθυμία και η ευπρέπεια σε κώδικα καλής συμπεριφοράς. Η γλώσσα τέλεια, εξαγνισμένη από τον πεσιμισμό των κλασικών ηθικολόγων, έχει την ακρίβεια νυστεριού.
Πρόκειται για την αφήγηση μιας ερωτικής νύχτας μετά το θέατρο στο περίπτερο μιας κόμισσας που εκμαυλίζει έναν νέο ιππότη. Μια νύχτα σαν διαδρομή σε τρία στάδια: στην αρχή, κάνουν περίπατο στο πάρκο· ύστερα, κάνουν έρωτα στο περίπτερο· τέλος, συνεχίζουν ν` αγαπιούνται σ` ένα μυστικό δωμάτιο του πύργου.
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1777 ανωνύμως, ακολούθησαν διάφορες εκδόσεις με παραλλαγές από αγνώστους, και επανεκδόθηκε το 1812. Θεωρείται από τα αριστουργήματα της ερωτικής λογοτεχνίας του γαλλικού 18ου αιώνα, δίπλα στις "Επικίνδυνες σχέσεις" του Λακλό.
Η έκδοση περιέχει την εκδοχή του 1777 και του 1812, εκτενή πρόλογο ("Η τέχνη του έρωτα και ο έρωτας για την τέχνη") και εισαγωγή, το περίφημο κείμενο του Ανατόλ Φρανς "Ο βαρόνος Ντενόν", αναλυτικό χρονολόγιο και σχέδια του συγγραφέα.
"Απορείτε: πού, σ` όλον αυτό τον τόσο οργανωμένο, σηματοδοτημένο, ιχνηλατημένο, υπολογισμένο, μετρημένο χώρο, πού υπάρχει περιθώριο για αυθορμητισμό, για "τρέλα", πού είναι το παραλήρημα, πού είναι η τύφλωση του πόθου, ο "τρελός έρως" που λάτρεψαν οι υπερρεαλιστές, πού είναι η αυταπάρνηση; Πού είναι όλες εκείνες οι ιδιότητες του παραλογισμού που διαμόρφωσαν την ιδέα μας για τον έρωτα; Εδώ δεν έχουν καμιά δουλειά, όχι. Διότι η μαντάμ ντε Τ. είναι βασίλισσα της λογικής. Όχι της ανελέητης λογικής της μαρκησίας ντε Μερτέιγ [στις "Επικίνδυνες σχέσεις" του Λακλό], αλλά μιας γλυκιάς και τρυφερής λογικής, μιας λογικής που υπέρτατη αποστολή της είναι να προστατεύει τον έρωτα.
Τη βλέπω να οδηγεί τον ιππότη μες στη φεγγαρόφωτη νύχτα. Τώρα σταματάει και του δείχνει το περίγραμμα μιας στέγης που διαγράφεται μπροστά τους στο ημίφως. [...] Τα πάντα είναι κανονισμένα, κατασκευασμένα, τεχνητά, τα πάντα είναι σκηνοθετημένα, τίποτα δεν είναι ειλικρινές, ή, για να το πούμε αλλιώς, τα πάντα είναι τέχνη· σ` αυτή την περίπτωση: τέχνη να παρατείνεις την αγωνία, κι ακόμα καλύτερα, τέχνη να μένεις όσο το δυνατόν περισσότερο σε κατάσταση ερεθισμού".
Μίλαν Κούντερα, "Η βραδύτητα", Εστία 1996