Περιγραφή
Εκδόσεις Ρώμη - Λιωμένος χρόνος - Δημήτρης Παπακωνσταντίνου
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
“Λιωμένος” είναι ο χρόνος που δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα. Αυτός που αρνείται πεισματικά κάθε έννοια κανονικότητας. Αυτονομείται λοιπόν τις νύχτες και ξεχύνεται ρευστός μέσα από τα ρολόγια, στα χέρια μας και στο πάτωμα, αναζητώντας τα βήματα που μας έφεραν κάποτε εδώ. Τότε οι παλιές εικόνες του μυαλού ζωντανεύουν: Λησμονημένα παράπονα, ενοχές, όνειρα αχνά που πέθαναν αξημέρωτα, διαψεύσεις, απωθημένες επιθυμίες-πληγές, οικείες μορφές, ζητούν το δικό τους μερτικό στην αλήθεια μας. Είναι εικόνες σαν σχισμένα πανιά μεσοπέλαγα. Σαν παντιέρες της πιο αποτυχημένης εξέγερσης. Ποιος θα μπορέσει ποτέ να νικήσει τον χρόνο; Η ποίηση είναι το μόνο καταφύγιο: Το χάρτινο βασίλειο των λέξεων. Λιωμένος χρόνος I Στάλα τη στάλα στη σιωπή λιωμένος χρόνος με χίλιες δυο μικρές σταγόνες σκόρπια δάκρυα πώς μουρμουρίζει, πώς υφαίνει, πώς ξηλώνει πώς στην καρδιά μου με κεντά κι ύπνο δεν έχω πια. Ανάγκη πάντα να βαδίζεις, τραγουδούσε ανάγκη να ξεχνάς και να μη νοιάζεσαι πέτρες κι αγκάθια μυτερά να μη φοβάσαι γκρεμούς που χάσκουν μοναξιά, όνειρα αλλόκοτα. Κι εγώ που μήτε ρώτησα πού πάω μήτε τον κάματο μετρούσα, όταν μάτωνα, μπροστά τραβούσα σαν ανύποπτο παιδάκι ακολουθώντας τα πουλιά και τ' άσπρα σύννεφα. Στάλα τη στάλα στη σιωπή λιωμένος χρόνος λιωμένο παγωτό στην πίσω σκάλα μας αχνά γελάκια, κουβεντούλες και πειράγματα κι η μάνα μας σαν ίσκιος να περνάει. II Λιωμένος χρόνος να κυλά απ' τα ρολόγια μου απ' τις κλεψύδρες σιωπηλά δροσιά στο χώμα πώς πορευτήκαμε στη γη ποιοι τάχα γίναμε πώς μεγαλώνουν τα παιδιά χλωρά κλωνάρια κι η μουσική πάντα βραχνή χορδές που τρίζουνε θρηνολογούν στα τάστα φλέγονται, σπιθίζουν την ώρα που τα φώτα ξελιγώνονται, θολές κηλίδες στη σκηνή, -θα μας αντέξει;- για πόσο ακόμα, κάπου εδώ πότε θα φύγουμε ποιος το «εδώ» ή το «αλλού», τάχα ορίζει; Λιωμένα χρώματα στη γη λευκοί οι πίνακες πρόσωπα τόσο μακρινά ·όλα σαν ψέμα απελπισμένες αγκαλιές, δάχτυλα πήλινα άνοστα κι άχρωμα φιλιά βαθιά στη λήθη. ΙΙΙ Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά, που χάνεται μεμιάς, που επιστρέφει που στάζει σαν βροχούλα στο παράθυρο. (Τινάζεις την ομπρέλα στο χαλάκι μουσκεύει το κορμί σου ως το κόκαλο βήχεις, φταρνίζεσαι τρελά, ανατριχιάζεις.) Είναι ο χρόνος που λιμνάζει μες στον ύπνο σου βρέχεις τα πόδια, πλατσουρίζεις δε σε νοιάζει. Είσαι ακόμα δεκαοχτώ, κι ο κόσμος όλος σου γελά είναι δική σου απ' το πρωί η κάθε μέρα. Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε που σ' είπε παραμύθια πριν να σβήσει που σ' εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε σ' άφησε μόνο σου στα βράχια ν' αγναντεύεις το μοβ, το μαύρο του βυθού, τα σκόρπια ξύλα σου κι ούτε ένα τοσοδά φτερό-πανί να φέγγει. Λιωμένος χρόνος είναι αυτός που δε σε χόρτασε ο χρόνος που σπατάλησες γελώντας ο χρόνος που σου λείπει, που νοστάλγησες αυτός που σ' άφησε σοφό, έρημο, μόνο.