Περιγραφή
Εκδόσεις Άγρα - Θα επιστρέψω φωτεινός - Ίσαρης Αλέξανδρος
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αρχιτέκτονας, ζωγράφος, μεταφραστής (το 1997 του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο μετάφρασης) πεζογράφος και ποιητής, ο Αλέξανδρος Ίσαρης αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση στη λογοτεχνική μας επικράτεια. Η τελευταία ποιητική συλλογή του Θα επιστρέψω φωτεινός (εκδόσεις Αγρα) έρχεται να επιβεβαιώσει την ιδιαιτερότητα του ποιητικού του βλέμματος. Και λέω βλέμματος και όχι φωνής γιατί κατά βάθος ο Ίσαρης, ακόμη και όταν γράφει, συμπεριφέρεται ως ζωγράφος. Το έργο του σχηματίζεται από εξπρεσιονιστικές εικόνες, γεμάτες χρώματα, βίαια πάθη και ατελείς φιγούρες που αναζητούν την ολοκλήρωσή τους μέσα σε ξένα
σώματα... Κυρίαρχο πρόσωπο ένας άγγελος δαιμονικός, που ξεπροβάλλει σχεδόν σε κάθε ποίημα, ακόμη κι όταν δεν αναφέρεται ρητά, για να μας υπενθυμίζει τον απολεσθέντα παράδεισο, την «τιμωρία» που συνοδεύει από τότε κάθε ερωτική σχέση. Ο Ίσαρης συνδιαλέγεται τόσο με τη συμπαθή τάξη των αγγέλων, που αποτελεί αγαπημένο του μοτίβο, όσο και με εκείνες τις μεγάλες μορφές της Δυτικής τέχνης που θεωρεί δασκάλους του. Μάλιστα το δεύτερο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Προσωπογραφίες» είναι μια απόπειρα συγγραφής σύντομων ποιητικών βιογραφιών για καλλιτέχνες όπως ο Μπαχ, ο Μάλερ, ο Ταρκόφσκι, ο Ρίλκε κ.ά. Ειδικά ο τελευταίος νομίζω ότι έχει επηρεάσει τόσο πολύ τον Ισαρη, ώστε κάποιες στιγμές το αποτέλεσμα λειτουργεί εις βάρος του. Περισσότερο θα έλεγα ότι ενοχλεί η συστηματική χρησιμοποίηση κάποιων συμβόλων «κατοχυρωμένων» αν μου επιτρέπεται η έκφραση τόσο στον Ρίλκε όσο και στον Γκέοργκ Τρακλ. Γενικά αυτός ο εναγκαλισμός του ποιητή με τη γερμανόφωνη λογοτεχνία των αρχών του αιώνα μας, της οποίας είναι και μεταφραστής, δημιουργεί την εντύπωση μιας καθήλωσης, μιας ανεξήγητης ατολμίας να στηριχθεί μόνο στις δικές του δυνάμεις.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-10-2000
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το τέταρτο ποιητικό του βιβλίο, μια συλλογή σαράντα ενός κομματιών, ο Αλέξανδρος Ίσαρης αποβλέπει κατ εξοχήν στη μεγέθυνση ονειρικών δεδομένων, αισθησιακών εμπειριών και ακραίων ψυχοπνευματικών τριβών. Έντονα ατομοκεντρικοί, στοχαστικοί και ενίοτε θεματολογικά τολμηροί οι στίχοι τείνουν να ανακεφαλαιώσουν τα πάγια, βασανιστικά αιτήματα ενός «εγώ» που επιμένει, όσο καθημαγμένο κι αν είναι, να παραμένει σταθερό και ηθικά αναλλοίωτο στη θανάσιμη, αναπόφευκτη τις περισσότερες φορές, ρήξη του με την ετερότητα. Η αυστηρά προσωποπαγής ρητορική προσδιορίζει το μέτρο της υπαρξιακής αντοχής: «Φόβος, τόσο μεγάλο βλέφαρο/ Που η σκιά του γρατσουνά τα νεύρα/ Τόση αγωνία στο μυαλό/ Κι ούτ ένα χάδι·/ Μόνος χαϊδεύω το κορμί/ Μέχρι που χάνομαι στα σκότη». (βλ. σελ. 42 «Φόβος»).
Τα αντιθετικά ριζώματα, ο έρωτας και η ορμή του θανάτου, η υπέρβαση και η ανανέωση της ίδιας της ποιητικής ουσίας συναποτελούν κατ ανάγκην τους κοινούς τόπους όλων των εννοιολογικών κραδασμών.
Ο πηγαίος λυρισμός στο «Θα επιστρέψω φωτεινός», που υπαινίσσεται συστηματικά την πυθαγόρεια ανακύκληση του είναι, δεν θέλει ν αποκρύψει βέβαια την καθαρά εικαστική του προέλευση: «Ζωγράφισα τη μοναξιά/ Με βλέμμα τρομαγμένο ταξίδεψα/ Σε έρημα νησιά χωρίς φωνή/ ...Αρρώστησα σε κάτασπρα δωμάτια... Πύργους ονειρεμένους έχτισα/ Μα η αρχιτεκτονική λειψή και χάλασαν/ ... Με βλέμμα άτονο την παγωνιά προσμένω/ Νοέμβριος και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια./ Μα είμαι σίγουρος πως κάποτε/ Μέσα από του χωραφιού την πρωινή δροσιά/ Μέσα από τη λίμνη την ακύμαντη θα βγω/ Και θα επιστρέψω φωτεινός» (βλ. σελ. 53).
Η ποιητική γραφή ενστερνίζεται στην προκειμένη περίπτωση τον παλαιό κανόνα του Συμωνίδη του Κείου, που ασπάστηκαν επίσης μεταξύ των άλλων ο Οράτιος αλλά και ο Alberti: η τέχνη των στίχων οφείλει να εξομοιούται με τη ζωγραφική. Το δόγμα ut pictura poesis βρίσκει εδώ ένα ευρύ πεδίο εναλλακτικών δημιουργικών εφαρμογών. Η έντονη χρωματική υποβολή ανιχνεύεται αμέσως: «Γκρίζες κηλίδες βαθυκύανες και καστανές/ Διάσπαρτες στο αίμα, στην ψυχή». (βλ. σελ. 13), «Ξύλινα επίχρυσα φαντάσματα» (ο.π.), «Όμως ώς τότε θέλω να γευτώ τα χρώματα/ που βγαίνουν από τ άνθη» (βλ. σελ. 24), «Έξω το τοπίο καταπράσινο. Πράσινα σύννεφα» (βλ. σελ. 27), «Με μάτια αλουμινένια... Τα πρόσωπά μας μαυροκίτρινα... Στο βαλανείο ένας άντρας/ Σταχτοπράσινος» (βλ. σελ. 34 επ.), «Η επιφάνεια του πίνακα ορίζεται/ Από το ερειπωμένο σπίτι, το δέντρο και τη λίμνη/ ....Κυριαρχούν το πράσινο, το μπλε, το καστανό/ Και οι ερυθρόλευκες ανταύγειες που παρεμβαίνουν δραστικά/ «Κι ένας αϊτός ίσως και να ξεψύχησε μέσα στο γκρίζο... Τώρα επικρατεί το κίτρινο -ναι/ Το κίτρινο της φωτιάς» (βλ. σελ. 36 επ.), «Κλωστή ασημένια μουσική» (βλ. σελ. 45), «Βάφεται με ιώδιο ο στίχος... Απ το παράθυρο ένα σεντόνι φως» (βλ. σελ. 50), «Κι αλαβάστρινοι κανόνες στηρίζουν/ Τα τόξα της αναμονής... Βαδίζουν σε κήπους από κρύσταλλο/ Ή πάνω στο βυθό μιας φυτικής γαλήνης» (βλ. σελ. 65) και «Ζακλίν με τη μεταξωτή μιλιά/ Σ ένα καρότσι ακίνητη/ Να δείχνεις με το βλέμμα/ Τις νότες των μουγκών» (βλ. σελ. 76).
Η ρηματική ευθύτητα, όπως τη γνωρίσαμε και στα προηγούμενα βιβλία του Αλέξανδρου Ίσαρη, προωθεί αποτελεσματικά τη διεκπεραίωση του ποητικού μηνύματος. Η καθαρότητα των περιγραμμάτων, η σαφήνεια των εκφορών και η στιλπνότητα των τοπίων προσδίδουν από κοινού μια αξιοσημείωτη κειμενική ένταση: τα πρόσωπα, τα πράγματα, ο φυσικός κόσμος που τα περιβάλλει αναδεικνύονται ισομερώς, παρακάμπτοντας μεθοδικά πλείστους υφολογικούς σκοπέλους.
Ιδίως στις οχτώ «Προσωπογραφίες», που απαρτίζουν το δεύτερο μέρος της συλλογής και αναφέρονται κατά σειράν στους Johann Sebastian Bach, Gustav Mahler, Rainer Maria Rilke, Κ.Π. Καβάφη, Αντρέι Ταρκόφσκι, Joel Peter Witkin, Jacqueline du Pre και Pina Bausch, η εξωτερική αντανάκλαση της εσωτερικότητας τελείται κατά τρόπο που συνάδει με την όλη προθετικότητα του ποιητή. Χωρίς να υποκύπτει στους πειρασμούς μιας κανονιστικής αισθητικής, ο Αλέξανδρος Ίσαρης προσεγγίζει κάθε φορά το αντικείμενο των καλλιτεχνικών του προαιρέσεων με φιλελεύθερο, δημιουργικό αίσθημα. Η ματιά του δεν απομονώνει δηλαδή το σύνηθες ή το «πρέπον», αλλά το καινοφανές. Η διαμεσολάβηση της γλώσσας είναι επαρκής: εξ ου και η αναγνωστική ηδονή που εισπράττεται συχνά από όσους προσφεύγουν σ αυτό το είδος γραφής. Όσο για την επαναλαμβανόμενη διακήρυξη της αφθαρσίας του κειμενικού εγώ, που είναι ασφαλώς ιδιαίτερα έντονη στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο, πιστεύω ότι και πειστική ακούγεται και δομικά λειτουργική είναι, εντασσόμενη αρμονικά στο όλο αισθητικό κλίμα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/01/2001